"Τελικά, δεν ήταν και μεγάλη τραγωδία το να είσαι η κόρη της Τζούντι Γκάρλαντ. Είχα τρομερά ενδιαφέροντα παιδικά χρόνια, μόνο που ό,τι έζησα, δεν είχε καμία απολύτως σχέση με παιδί.”
Με αυτά τα υπαινικτικά λόγια περιγράφει η μεγαλύτερη -ίσως- σόουγούμαν της Αμερικής, Λάιζα Μινέλι, τη σχέση της με τη μητέρα της. Η Λάιζα, από πολύ μικρή, ζει από κοντά τις κρίσεις της μητέρας της, η οποία έχει πάντα ιδιαίτερα ταραγμένη ψυχική υγεία. Γίνεται, μάλιστα, και μάρτυρας του θανάτου της – κατά πολλούς θεωρείται αυτοκτονία – από υπερβολική δόση αλκοόλ και ναρκωτικών. Κάθε φορά, όμως, όταν μιλάει για εκείνη, ένα χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό της και διστάζει να παραδεχτεί δημοσίως τις τραυματικές εμπειρίες της. Δείγμα αξιοπρέπειας και αγάπης προς εκείνη.
Η Λάιζα Μινέλι ηθοποιός, τραγουδίστρια, χορεύτρια και χορογράφος με μεγάλη καριέρα στο σινεμά, τη μουσική και το Μπρόντγουεϊ υπήρξε κυριολεκτικά μια τραγική φιγούρα. Πέρασε από τον κυκεώνα των εξαρτήσεων, και μετά από τέσσερεις αποτυχημένους γάμους και ένα πρόβλημα υγείας, άρχισε να ψάχνει την ευτυχία μέσα στην τέχνη και όχι γύρω από αυτή. Βραβευμένη με Όσκαρ από το 1973, κατέχει επίσης ένα BAFTA, ένα Έμμυ και τέσσερα Τόνυ.
Η "λαμπερή" παιδική ηλικία
Γεννημένη στο Λος Άντζελες στις 12 Μαρτίου 1946, κόρη του σκηνοθέτη Βινσέντε Μινέλι και της ηθοποιού Τζούντι Γκάρλαντ, μεγαλώνει Μεγάλωσε ανάμεσα σε αστέρες του Χόλυγουντ και κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο σε ηλικία μόλις τριών ετών, πλάι στη μητέρα της, στην ταινία In the Good Old Summertime, το 1949.
Σε ηλικία 16 ετών παίρνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο μιούζικαλ Best Foot Forward (1963) το οποίο ανέβηκε στη Νέα Υόρκη με τεράστια επιτυχία, ενώ ένα χρόνο αργότερα εμφανίστηκε πλάι στη μητέρα της σε συναυλία στο London Palladium, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.
Το 1965, σε ηλικία μόλις 19 ετών η Μινέλι βραβεύτηκε με βραβείο Τόνι για την ερμηνεία της στο μιούζικαλ "Flora, the Red Menace", ενώ τρία χρόνια αργότερα έλαβε την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για τη συμμετοχή της στην ταινία Πούκι.
Το 1972 ερμήνευσε το σπουδαιότερο ίσως ρόλο της καριέρας της, εκείνο της χορεύτριας Σάλι Μπόουλς στο μιούζικαλ Καμπαρέ του Μπομπ Φόσι. Η ερμηνεία της στην ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου και τα τραγούδια Cabaret και Money, Money, Money είναι είναι επιτυχίες μέχρι και σήμερα.
Οι καταστροφικές σχέσεις
Οι σχέσεις της είναι συνήθως προβληματικές, με "δύσκολους” άντρες, όπως ο Πίτερ Σέλερς, ο Μάρτιν Σκορσέζε, ένας Παριζιάνος ευγενής και ένας Βραζιλιάνος πλέιμπόι. Παντρεύεται τρεις φορές. Χώρισε τον πρώτο της σύζυγο, Πίτερ Άλλεν, το 1974, όταν ανακαλύπτει ότι είναι ομοφυλόφιλος και εγκατέλειψε τον δεύτερο για χάρη του Σκορσέζε. Ο τρίτος γάμος της με το γλύπτη Μαρκ Γκέρο, της χαρίζει μερικές αποβολές και ένα ακόμα διαζύγιο. Ο τέταρτος γάμος της με τον Ντέιβιντ Γκεστ είναι το 2002 και λήγει άδοξα ένα χρόνο μετά, ενώ το διαζύγιό τους οριστικοποιείται το 2007.
Δεν καταφέρνει να κάνει ποτέ παιδιά αν και καταβάλει κάθε προσπάθεια. Απογοητευμένη από τις προσωπικές της ατυχίες και ζώντας πάντα με το φάντασμα της μητέρας της, το ρίχνει στο ποτό, στο φαγητό και στα ναρκωτικά. Παραμορφώνεται, παχαίνει πολύ κι αρχίζει να έχει προβλήματα με τη φωνή της. Χρειάζεται να παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στην κλινική Μπέτι Φόρντ, προκειμένου να αποτοξινωθεί και να μπορέσει να ασχοληθεί και πάλι με την καριέρα της.